- ἁλινήκτειρα
- ἁλῐ-νήκτειρα, ἡ, ([etym.] νήχω) fem. as if fr. *ἁλινηκτήρ,A swimming in the sea, AP6.190 (Gaet.). [[pron. full] ῑ metri gr.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλινήκτειρα — ἁλινήκτειρα, η (Α) αυτή που κολυμπάει μέσα σε αλατισμένο νερό (για ελιά μέσα στην άρμη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι* + νήκτειρα < νήχω «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek
ἁλινήκτειραν — ἁλινήκτειρα swimming in the sea fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)